Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Βροχή και σήμερα

Με παίρνει τηλέφωνο ο Α. μετά από καιρό. Φίλος από το Πανεπιστήμιο, εξαιρετικός άνθρωπος και καλός επιστήμονας. Συζητάμε για όσα τους έχουν συμβεί τον τελευταίο καιρό και δεν μπορώ να πιστέψω, δεν θέλω να δεχτώ ότι ορισμένοι άνθρωποι κυνηγιούνται τόσο πολύ από τη ζωή. Η απώλεια της μητέρας, το εγκεφαλικό του πατέρα, η αποβολή, η επώδυνη εγχείριση, η επαγγελματική ανασφάλεια. Μπορώ να του μιλήσω, ξέρει κι αυτός ότι κάποια από αυτά τα έχω περάσει κι εγώ και τον καταλαβαίνω χωρίς πολλές εξηγήσεις. Επί της ουσίας δεν έχω πώς να τον βοηθήσω παρά μόνο με το να του πω 'ξέρω τί περνάς'. Ξέρω τί σκέφτεσαι, ξέρω την κατάθλιψη, την ενοχή, τη βαθιά θλίψη που πέφτει σιγά-σιγά επάνω στη ζωή σου σαν τη στάχτη που εκλύουν τα ηφαίστεια και καλύπτει τα πάντα. Μια στάχτη που κάθεται στα βλέφαρά σου, μπαίνει στο στόμα σου, κλείνει την ανάσα σου και ώρες-ώρες σε πνίγει και δεν μπορείς να την καταπιείς. Θα φύγει σιγά-σιγά ή μάλλον πιο σωστά θα την απορροφήσεις. Ο χρόνος θα κυλήσει, θα φέρει άλλα.

Κλείνοντας το τηλέφωνο κοιταζόμαστε με τον Θ. και λέμε το ίδιο. Πόσο μαλακισμένα άδικη είναι η ζωή όταν για μερικούς ανθρώπους όλα πρέπει να γίνουν με το δύσκολο τρόπο, πρέπει να τους βγουν από τη μύτη. Αναπόφευκτα συγκρίνεις με άλλους που ξέρεις. Με ένα ζευγάρι που είδαμε πρόσφατα ας πούμε με προβλήματα εν πολλοίς λυμένα, εκνευριστικά υπνωμένο από τα κέρδη της ζωής τους (την σίγουρη καλή δουλειά, τους γονείς που βοηθάνε, τα παιδιά που απέκτησαν πανεύκολα), κέρδη που τους χαρίστηκαν χωρίς να προσπαθήσουν ιδιαίτερα και χωρίς να τους αξίζουν. Φυσικά αυτό το τελευταίο είναι κρίση δικιά μου, όχι αντικειμενική. 
Να σας πω κάτι; Χέστηκα για τις αντικειμενικές κρίσεις. Ο Α. και η Κ. έπρεπε να έχουν τουλάχιστον ένα παιδί. Η ζωή είναι μαλακισμένα άδικη, είναι ένα παιχνίδι μπαρμπούτι με τυχαίες ζαριές.


Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Il était un petit homme

Εδώ και πολύ καιρό, δεν θυμάμαι πόσο, πάντως μήνες, τρώω κάθε μέρα, κάθε μέρα, ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ φέτες ψωμί με βούτυρο και ζάχαρη. Κάθε μέρα τρώω κάτι που με κάνει να είμαι πάλι παιδί στην κουζίνα του σπιτού μας στον Πειραιά. Γυρίζω από το σχολείο, είναι μεσημέρι, το φως στην κουζίνα σβηστό γιατί είναι άνοιξη, η μαμά μου μου φτιάχνει φέτες ψωμί με βούτυρο και ζάχαρη.
Δεν έχω ιδέα πώς θα τελειώσει αυτό -θα τρώω, θα τρώω, μέχρι πότε θα τρώω; Γιατί δεν αηδιάζω; Αισθάνομαι ότι στην πραγματικότητα τρώω ή προσπαθώ να φάω κάτι άλλο, ότι οι φέτες αυτές και η βουλιμική τους κατανάλωση συμβολίζουν κάτι άλλο, είναι η φυσική κατανάλωση του πένθους -αν και φυσικά υπάρχει πάντα μια ισχυρή πιθανότητα όλα αυτά να είναι απλoί μελοδραματισμοί μιας παχουλής. 

Η Γλυκερία Μπασδέκη τα λέει πιο απλά. 


ΤΡΙΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ


είμαι εννιά

πάω Τρίτη
δεν πέθανε η μάνα μου,
στο σπίτι μένουν ζωντανοί
( ακόμα )
έχω τετράδια, κόλλες γλασέ, μ’ αρέσει
ο Δημήτρης απ’ την
Πέμπτη
δε θα γεράσω σύντομα-θα
πάρει
χρόνια
θα βγάλω λύκειο, σχολές,
χριστούγεννα
θα βγάλω γλώσσα, ρούχα,
επετείους
μα τώρα είμαι εννιά-
δεν φτάσαμε στα κλάσματα

( ακόμα )


Ένα γαλλικό παιδικό τραγούδι λέει 


Ήταν ένας ανθρωπάκος 
που είχε ένα παράξενο σπίτι
Το σπίτι είναι από χαρτόνι 
τα σκαλιά είναι από χαρτί
Αν θέλεις να ανέβεις
θα σπάσεις την άκρη της μύτης σου



Τα παιδικά τραγούδια έχουν ενίοτε πολύ περίεργους στίχους. Πρώτη φορά τα παρατηρώ τόσο, προφανώς γιατί ακούμε τραγουδάκια νυχθημερόν, κι εκείνος τα αγαπάει με πάθος. Μου παραγγέλνει ποιό να του τραγουδήσω μουρμουρίζοντας τις πρώτες νότες - εκτός αν θέλει το Κουνελάκι, οπότε λέει με έμφαση και στους δύο φθόγγους ΑΧ (αχ κουνελάκι, κουνελάκι, κλπ). Πιό
 συχνά τραγουδάει ο ίδιος: όταν παίζει αφηρημένος, όταν ξυπνάει το πρωί, το βράδυ όρθιος επάνω στο διπλό κρεβάτι. Τεντώνεται καμαρωτός και τραγουδάει -με τον τρόπο του αφού δεν μιλάει, αλλά πάντως λέει όλες τις νότες και έχει πια μεγάλο ρεπερτόριο. Τα μάτια του γελάνε, γελάω κι εγώ. 



Αυτό το θαυμάσιο πλάσμα που είναι, αποκαλύπτεται σιγά-σιγά κι έχω την εντύπωση ότι δεν γίνεται, δεν διαμορφώνεται δηλαδή βαθμηδόν, αλλά σαν να γεννήθηκε έτσι από την πρώτη στιγμή. Ίσως εμείς δεν κάνουμε τίποτα ουσιώδες, εκείνος ήταν πάντα έτσι κι απλώς σιγά-σιγά βρίσκει τρόπους να μας δείξει τον εαυτό του ή εμείς βρίσκουμε τρόπους να τον καταλάβουμε, να τον διαβάσουμε. Το σκέφτομαι συχνά όταν τον κοιτάζω: ότι ίσως έχει μέσα του ήδη όλο τον εαυτό του ολοκληρωμένο. Ίσως από την πρώτη στιγμή που γεννήθηκε, που με κοίταξε στα μάτια και σήκωσε το χέρι να με χαιρετίσει. Φαίνεται αυτάρκης, φαίνεται ήρεμος, σκεπτόμενος, μοιάζει σοφός.  

Αυτό είναι το πιο αγαπημένο του τραγούδι.